ζωογονούμαι

ζωογονούμαι
ζωογονούμαι, ζωογονήθηκα, ζωογονημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενζωογονούμαι — ἐνζωογονοῡμαι, έομαι (Μ) ζωογονοῡμαι μέσα σε κάτι ή με κάτι …   Dictionary of Greek

  • ζωογονώ — (AM ζωογονῶ, έω) [ζωογόνος] 1. παρέχω ζωή, εμψυχώνω, δίνω δύναμη, τονώνω, αναζωογονώ («ο ήλιος αναζωογονεί τη φύση») 2. ενθαρρύνω, τονώνω ηθικά ή ψυχικά νεοελλ. αποκτώ ζωή αρχ. 1. γεννώ ζωντανά πλάσματα, παράγω έμβια όντα («ἡ φύσις ζωογονεῑ»,… …   Dictionary of Greek

  • ζωπυρώ — ζωπυρώ, έω (AM, Μ και όω) [ζώπυρος] 1. παράγω φλόγα, ανάβω φωτιά με ζώπυρο 2. μτφ. αναζωογονώ, εμψυχώνω, ανανεώνω μσν. μέσ. ζωπυροῡμαι, όομαι φέρνω τη ζωή, δίνω υπόσταση, δημιουργώ αρχ. 1. μτφ. ερεθίζω, παροξύνω, διεγείρω 2. επαυξάνω 3. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”